- Θεσπιαῖς
- ΘεσπιαῖςΘεσπίηfem dat plΘεσπιόςfem dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Θεσπιαῖς — Θεσπίη fem dat pl Θεσπιός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδογόνος — παιδογόνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννά τέκνα 2. αυτός που παρέχει γέννηση στα παιδιά, που προκαλεί τη γέννηση παιδιών («παιδογόνῳ Κύπριδι», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που δίνει γεννητική δύναμη 4. (για πηγή) αυτή που έχει την ιδιότητα να κάνει κάποιον… … Dictionary of Greek